- τριάκοντα
- οι, τα / τριάκοντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρίηκοντα Α(απόλ. αριθμτ.)1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις δεκάδες, τριάντα («oἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια», ΚΔ)2. (με το αρθρ.) οι τριάκονταα) (στη Σπάρτη) τριάντα πολίτες διορισμένοι από τους βασιλείς ως σύμβουλοι τουςβ) (στην Αθήνα) τριάντα άρχοντες στους οποίους ανατέθηκε η διοίκηση τών Αθηνών μετά την κατάληψή τους από τους Λακεδαιμονίους κατά το τέλος τού Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλ. τριάκοντα τύραννοιγ) (στη Ρώμη) περιληπτική ονομασία είκοσι εννέα αντιαυτοκρατόρων στις διάφορες επαρχίες τής αυτοκρατορίας επί τών αυτοκρατόρων Βαλεριανού και Γαλλιηνούδ) ονομασία άλλων αρχόντων στην Αθήνα («τριάκονταοὗτοι ἐχειροτονοῡντο δικασταὶ Ἀθήνησιν, οἵτινες ἐζημίουν τοὺς μὴ παραγενομένους τῶν πολιτῶν ἐκκλησίαν», Ησύχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριᾱ- τού τρεῖς*, τρία (πρβλ. τριᾱ-κόσιοι) + -κοντα (< ΙΕ τ. *dkomt «δεκάδα» με δυσερμήνευτη κατάλ. -α, πρβλ. πεντή-κοντα). Προβλήματα, ωστόσο, γεννά η μορφή τριᾱ- τού α' συνθετικού (πρβλ. τρια-κόσιοι), που εμφανίζεται μόνο στην Ελληνική (πρβλ. λατ. triginta). Κατά μία άποψη, το θ. τρια- ανάγεται στο ουδ. τρία, ενώ, κατ' άλλους, είναι προϊόν αναλογίας (πρβλ. τεσσαρά-κοντα: τετρά-κοντα)].
Dictionary of Greek. 2013.